Ο μύθος της Αμυγδαλιάς, της νυφούλας του χειμώνα

Η Αμυγδαλιά αποτελεί σύμβολο τύχης, αγνότητας και ελπίδας. Στην χώρα μας, αποτελεί σημάδι της Άνοιξης και συμβολίζει τον έρωτα.
Είναι φυλλοβόλο δέντρο που συναντάμε παντού στη Ελληνική ύπαιθρο και μας προσφέρει απλόχερα τους υπέροχους καρπούς της.
Οι αμυγδαλιές με τη χειμωνιάτικη ανθοφόρα τους στέλνουν ένα μήνυμα απέραντης αισιοδοξίας και ομορφιάς. Τα άνθη της αμυγδαλιάς, τα πρώτα λουλούδια του έτους, τα αναγνωρίζουν σαν τα άνθη της “επαγρύπνησης” που στέλνουν τον αισιόδοξο παλμό τους πάνω από την παγωμένη γη, καλώντας τη ζωή ν’ αρχίσει ένα νέο κύκλο στην αέναη διαδικασία της επαναγέννησης της φύσης. Η Αμυγδαλιά, ανθίζει νωρίτερα από όλα τα δέντρα, μέσα στον Ιανουάριο ή το Φεβρουάριο, όταν ξεπροβάλλουν λευκό – ροζέ λουλούδια πάνω στα γυμνά κλαδιά της, πριν ακόμα πρασινίσουν τα φύλλα της. Παλιότερα θεωρούσαν πως αν η Αμυγδαλιά ανθίσει τον Ιανουάριο ο Χειμώνας θα συνεχιστεί βαρύς, με χιόνι και με κρύο.
Ο Μύθος της Φυλλίδας και του Δημοφώντα
Η ελληνική μυθολογία μας διηγείται τον μύθο της Αμυγδαλιάς που κάθε χρόνο την άνοιξη φοράει τα λευκά της.
Η νεαρή Φυλλίδα, ηρωίδα μιας ερωτικής ιστορίας, που αγάπησε τον γιό του Θησέα, τον Δημοφώντα, είναι μεταμορφωμένη σε αμυγδαλιά, μας λέει ο μύθος.
Μετά την λήξη του τρωικού πολέμου ο βασιλεύς της πόλεως των Αθηνών Μενεσθεύς ή Μενεσθέας σκοτώθηκε στην Τροία και τον διαδέχθηκε ο Δημοφών ή Δημοφώντας. Ο Δημοφών ήταν γιος του Θησέα και της Φαίδρας.
Ταξιδεύοντας στο Αιγαίο με σκοπό να επιστρέψει στην Αθήνα, έφθασε στις ακτές της Θράκης. Στην ακρογιαλιά έπαιζε μια παρέα κοριτσιών. Ανάμεσά τους ήταν και η Φυλλίδα η κόρη του βασιλιά Σίθωνα. Ο Δημοφώντας επικεφαλής των ναυτών ζήτησε από τα κορίτσια να μην φοβούνται. Οι άνδρες έψαχναν απλά μια πηγή για να γεμίσουν με νερό τα άδεια τους δοχεία. Η βασιλοπούλα γοητευμένη από τους ευγενικούς τρόπους του νεαρού Δημοφώντα και εμπιστευόμενη το ένστικτό της κάλεσε τους στρατιώτες στο παλάτι όπου τους φιλοξένησαν με τιμές. Η πριγκιποπούλα γοητεύτηκε από την στάση και το παράστημα του Δημοφώντα. Μα και κείνος δεν έμεινε αδιάφορος από την χάρη και την ομορφιά της κόρης. Ο Έρωτας δεν άργησε να έλθει. Ήταν φλογερός και αμοιβαίος. Τον γάμο των δυο νέων ευλόγησε ο βασιλιάς Σίθωνας εκτιμώντας το ήθος και την ευγενική καταγωγή του γαμπρού του. Τίμησε δε την ένωση αυτή με πλούτη και γη από το βασίλειο του φροντίζοντας να μην λείψει τίποτα από τους νεόνυμφους.
Όμως την χαρά και την ευτυχία του έγγαμου βίου τους, σκίαζε για το νεαρό βασιλόπουλο η νοσταλγία της πατρίδας του. Έτσι ζήτησε από την νεαρή σύντροφό του να του επιτρέψει να ταξιδέψει για λίγο μέχρι την Αθήνα. Η κοπέλα διστακτικά δέχτηκε και μετά από λίγο τον αποχαιρετούσε φιλώντας τον τρυφερά και κουνώντας του το μαντίλι του αποχαιρετισμού. Τον παρακάλεσε να μην καθυστερήσει διόλου την επιστροφή του μα να βρεθεί σύντομα πάλι κοντά της. Το ταξίδι, όμως, ήταν μακρύ και χρονοβόρο και στην Αθήνα φίλοι και συγγενείς καθυστερούσαν την αναχώρηση του νέου.
Οι μήνες περνούσαν και η γλυκιά προσμονή της κόρης μετατράπηκε σε αβάσταχτο μαρτύριο. Φοβόταν πως κάτι άσχημο είχε συμβεί στον καλό της και ανυπόφορος πόνος σκέπαζε την ψυχή της. Όμως ο ατελείωτος χρόνος της προσμονής και οι μαύρες σκέψεις δεν έσβηναν μέσα της την ελπίδα της επιστροφής του. Ήξερε πως τα αισθήματα και των δύο ήταν τόσο δυνατά που τίποτε στον κόσμο δεν θα μπορούσε να τα σβήσει. Γιατί όμως αργούσε τόσο πολύ; Πόθος και αγωνία κατέτρωγε την όμορφη πριγκιποπούλα. Κάθε ξημέρωμα πήγαινε στο σημείο του αποχαιρετισμού και περίμενε. Στέκονταν εκεί ακίνητη με το χέρι να σκιάζει τα μάτια της και το βλέμμα καρφωμένο στο βάθος του ορίζοντα εκεί ακριβώς που χάθηκε ο αγαπημένος της. Ήξερε πως δεν την είχε ξεχάσει. Όμως η κόρη έσβηνε μέρα με την μέρα. Είχε γίνει πια τόσο χλωμή και αδύνατη που οι θεοί την λυπήθηκαν και για να μην υποφέρει άλλο την μεταμόρφωσαν σε όμορφο λυγερόκορμο δέντρο, την Αμυγδαλιά.
Κι ο Δημοφώντας όμως δεν μπορούσε μακριά από την αγαπημένη του. Αγνοώντας τις νουθεσίες φίλων και συγγενών να παραμείνει μέχρι να ανοίξει ο καιρός, εκείνος ξεκίνησε μες στην καρδιά του χειμώνα το ταξίδι της επιστροφής. Για μέρες περπατούσε μες στον βοριά, το κρύο και το χιόνι ώσπου έφτασε στη Θράκη. Αναζητώντας την αγαπημένη του έφτασε στο σημείο του αποχαιρετισμού. Εκεί ακριβώς είδε να στέκεται ένα ψηλό ξεραμένο δέντρο χωρίς καρπούς και φύλλα. Ο νέος κατάλαβε τι είχε συμβεί και βγάζοντας μια κραυγή πόνου με δάκρυα στα μάτια αγκάλιασε σφιχτά τον ξερό κορμό σαν να αγκάλιαζε το σώμα της αγαπημένης του.
Και τότε σαν από θαύμα, ζωή πλημμύρισε το άψυχο ξύλο και τα γυμνά κλαδιά του δέντρου στολίστηκαν με πανέμορφα μικρά λευκά άνθη που ανέδυαν μια υπέροχη, ντελικάτη ευωδία..
Διάβασε όλες τις σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις στο eDNews
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησέ μας στο X , στο Viber, στο Google News και στο Instagram
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Μοιράσου το άρθρο μας
| Αν η εικόνα υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα παρακαλούμε να μας ενημερώσετε για να την αντικαταστήσουμε. – If the images are subjected to copyright contact us in order to replace them. |































