Εμείς απέναντι στους ανθρώπους με νοητική ανεπάρκεια: Κοινωνικές σχέσεις ή ανακύκλωση της περιθωριοποίησης; | Γ. Μπάρμπας

“Το κείμενο επιδιώκει να απαντήσει στο δίλημμα του τίτλου και επιχειρηματολογεί γιατί κεντρικό σημείο της δουλειάς μας οφείλει και μπορεί να είναι η ένταξη του ανθρώπου με νοητική ανεπάρκεια στη ζωή μέσα στην κοινωνία και η δημιουργία σχέσεων με μη ανάπηρους. Στην εποχή μας επικρατεί μια άλλη αντίληψη, που προτάσσει τις αναγκαίες αλλαγές που χρειάζεται να γίνουν στο περιβάλλον αυτού του ανθρώπου για να επιτευχθεί η κοινωνική του ένταξη. Πρέπει όμως να αναρωτηθούμε γιατί δεν παρατηρείται ουσιαστική αλλαγή στην κοινωνική πραγματικότητα των ανθρώπων με νοητική ανεπάρκεια. Μήπως επειδή από το κάδρο αυτής της αντίληψης απουσιάζει το πιο σημαντικό: αυτός ο άνθρωπος ως πρόσωπο που βούλεται, παίρνει την ευθύνη των επιλογών του και δοκιμάζει την επάρκειά του στις κοινωνικές δεξιότητες; Μήπως έτσι ανακυκλώνουμε την εξάρτηση και την περιθωριοποίηση;”
Γιώργος Μπάρμπας
πρ. επίκουρος καθηγητής ειδικής εκπαίδευσης ΑΠΘ
Εμείς απέναντι στους ανθρώπους με νοητική ανεπάρκεια: Κοινωνικές σχέσεις και ζωή μέσα στην κοινωνία ή ανακύκλωση της εξάρτησης και περιθωριοποίησης;
Όπως γίνεται αντιληπτό από τον τίτλο, στην εισήγησή μου δε θα σταθώ σε κάποια εξειδικευμένη διάσταση της δουλειάς του εργοθεραπευτή, που άλλωστε δεν είμαι, αλλά σ’ ένα θέμα, στο οποίο όλοι όσοι εργαζόμαστε με ανθρώπους με νοητική ανεπάρκεια, μέσα σ’ αυτούς και σεις οι εργοθεραπευτές, έχουμε ουσιαστική και σημαντική εμπλοκή στην εκπαίδευσή τους.
Γιατί έχω επιλέξει αυτήν την ομάδα των ανθρώπων με αναπηρία, με την οποία έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα; Στην πλειονότητά τους οι άνθρωποι αυτοί ζουν σε συνθήκες κοινωνικής περιθωριοποίησης σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Οι κοινωνικές τους σχέσεις περιορίζονται κατά κανόνα μέσα στο στενό ή ευρύτερο οικογενειακό τους περιβάλλον και εποπτεύονται από τους γονείς ή κηδεμόνες τους. Σ’ αυτές τις σχέσεις προστίθενται οι σχέσεις που αναπτύσσουν με άλλα άτομα με αναπηρία μέσα στις δομές στις οποίες διαβιούν (αν ζουν μέσα σε ιδρύματα) είτε σε δομές στις οποίες απασχολούνται ή εκπαιδεύονται. Όλες αυτές οι σχέσεις είναι κατά κανόνα προϊόν πρωτοβουλίας των γονιών ή των εργαζομένων. Δεν είναι αποτέλεσμα της δικής τους επιλογής μέσα στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο που ζουν, όπως συμβαίνει στον καθένα από μας. Εδώ χρειάζεται μια διευκρίνηση.
Οι κοινωνικές σχέσεις με μη ανάπηρους πυρήνας της κοινωνικής ένταξης
Η κοινωνική ένταξη είναι μια έκφραση που χρησιμοποιείται πολύ συχνά, σε κάθε ευκαιρία και με πολύ ευκολία στην κοινωνία μας. Χρησιμοποιείται σε πολλές διαφορετικές καταστάσεις που περιέχουν ή αγγίζουν το «κοινωνικό». Όμως, η έννοια αυτή έχει στον πυρήνα της τη σχέση με άλλους ανθρώπους, διαπροσωπικές σχέσεις, σχέση προσώπου με πρόσωπο, γιατί οι σχέσεις χτίζονται ανάμεσα σε πρόσωπα. Αυτό δεν είναι επιλογή μας. Είναι η φυσική πραγματικότητα. Δεν έχουμε παρά να δούμε ο καθένας τι συνιστά για τον εαυτό του «κοινωνική ένταξη».
Αυτή η επισήμανση μας οδηγεί σε μια σημαντική διάκριση: την κοινωνική ένταξη δεν την επηρεάζουν με τον ίδιο τρόπο όλες οι κοινωνικές σχέσεις που έχουμε. Οι πιο σημαντικές γι’ αυτό το στόχο είναι οι σχέσεις που εγώ δημιουργώ, που εγώ επιλέγω και χτίζω και όχι οι σχέσεις που άλλοι δημιουργούν για λογαριασμό μου. Στις σχέσεις που εγώ δημιουργώ, ο άλλος με δέχεται και με αποδέχεται άμεσα γι’ αυτό που είμαι ως πρόσωπο, όπως και εγώ αυτόν. Όπου συμβαίνει αυτό, μπορούμε να μιλάμε για κοινωνική ένταξη. Στις άλλες σχέσεις με αποδέχονται μέσα από ένα διαμεσολαβητή (γονιό, συγγενή, εργαζόμενο, κ.λπ.) και εξαιτίας αυτού. Εκεί με δέχονται ως κάτι άλλο: ως έναν αδύναμο ή ανίκανο, ως ένα εξαρτημένο άτομο, που όμως έχει την ανάγκη μιας παρέας και την οποία του παρέχουμε προς χάρη του γονιού ή συγγενή που είναι φίλος μας. Η κοινωνική μας υπόσταση, η εικόνα που διαμορφώνουν οι άλλοι για μας και μας επιστρέφει ως κοινωνική ταυτότητα είναι τελείως διαφορετική στις δυο αυτές καταστάσεις που περιγράψαμε. Ουσιαστική, αυτόνομη κοινωνική υπόσταση αποκτούμε στην πρώτη περίπτωση, στις σχέσεις που εμείς δημιουργούμε αυτόνομα και ανεξάρτητα. Σ’ αυτές τις σχέσεις υπάρχουμε θετικά στη σκέψη και στο συναίσθημα του άλλου, κι αυτό μας δίνει υπόσταση, μας δίνει ζωή. Στις άλλες υπάρχουμε με κυρίαρχο το στοιχείο του ανάπηρου, του ανήμπορου, του καημένου που έχει την ανάγκη των άλλων. Ουσιαστικά δεν υπάρχουμε ως αυτόνομα και ανεξάρτητα άτομα. Δεν υπάρχουμε στη σκέψη τους ως άνθρωποι που οι άλλοι έχουν δικό τους κίνητρο να μας βλέπουν.
Γι’ αυτό το λόγο, στην πλειονότητα των ανθρώπων με νοητική ανεπάρκεια, οι κοινωνικές τους σχέσεις και δραστηριότητες δεν συνιστούν κοινωνική ένταξη, δεν χτίζουν μια κοινωνική ταυτότητα αυτόνομου και αυτεξούσιου ανθρώπου, δεν δημιουργούν ισότιμες κοινωνικές σχέσεις με αμοιβαία αποδοχή.
Η εικόνα αυτής της πραγματικότητας συμπληρώνεται και ενισχύεται από μια άλλη σημαντική παρατήρηση. Οι περισσότεροι άνθρωποι με νοητική ανεπάρκεια είναι δια βίου εξαρτημένοι στην καθημερινή τους ζωή από εκείνους που έχουν την ευθύνη για τη ζωή τους (γονείς, κηδεμόνες, εργαζόμενοι). Τα μικρά παράθυρα αυτόνομης λειτουργίας σε περιορισμένης κλίμακας καθημερινές δράσεις δεν είναι σε θέση να αντιστρέψουν την μεγάλη εικόνα της δια βίου εξάρτησης. Ταυτόχρονα αυτή η συνθήκη, ακριβώς επειδή προσδιορίζει ένα άτομο δίχως την ευθύνη του εαυτού του, επηρεάζει αρνητικά και την κοινωνική εικόνα που διαμορφώνουν οι γύρω του, ενισχύει την εικόνα του ανήμπορου, του ανίκανου, του κατώτερου.
Τα χαρακτηριστικά ζωής, που παρουσιάστηκαν παραπάνω, εντοπίζονται και σε άλλους ανθρώπους με σοβαρές αναπηρίες. Δεν φαίνεται όμως να χαρακτηρίζουν συνολικά κάποια άλλη ομάδα αναπηριών. Αντίθετα, στην ομάδα των πολιτών με νοητική ανεπάρκεια (είτε εμφανίζουν μόνο αυτή την ανεπάρκεια είτε εντοπίζεται παράλληλα και κάποια άλλη) αποτελούν χαρακτηριστικό της ζωής των περισσότερων από αυτούς. Γι’ αυτό το λόγο αυτή η ομάδα είναι, κατά τη γνώμη μου, η πιο απαξιωμένη κοινωνικά ομάδα ανθρώπων με αναπηρία.
Γιατί επικεντρώνομαι στην κοινωνική διάσταση της ζωής των ανθρώπων με νοητική ανεπάρκεια; Επειδή ακριβώς αυτή περιέχει, συμπυκνώνει και συνθέτει όλες τις επιμέρους εκφάνσεις της ζωής τους (όπως άλλωστε και κάθε ανθρώπου) και γι’ αυτό η κοινωνική περιθωριοποίηση και απόρριψη, η απουσία κοινωνικών σχέσεων σφραγίζει αρνητικά την ποιότητα ζωής τους.
Είναι, όμως, εφικτή η ομαλή ένταξη στην κοινωνική ζωή του ανθρώπου με νοητική ανεπάρκεια, η έξοδος από την κοινωνική μοναξιά, η δημιουργία κοινωνικών σχέσεων με μη ανάπηρους στο βαθμό που του επιτρέπει η ένταση της ανεπάρκειας; Είναι εφικτή η απόκτηση στο μέτρο του εφικτού μιας ουσιαστικής αυτονομίας στην καθημερινή ζωή, η ανάπτυξη δεξιοτήτων αυτόνομης διαβίωσης; Ή μήπως η ίδια η νοητική ανεπάρκεια είναι απαγορευτικός παράγοντας για όλα αυτά; Πριν απαντήσουμε σ’ αυτά τα ερωτήματα, θα σας παρουσιάσω ένα ενδεικτικό και χαρακτηριστικό παράδειγμα, που ήταν ενταγμένο στο πρόγραμμα «ένταξη στη γειτονιά» που υλοποιήσαμε στη Θεσσαλονίκη.
Πρόγραμμα κοινωνικής ένταξης νέου 19 χρονών που ζούσε σε διαμέρισμα υποστηριζόμενης διαβίωσης
Το διαμέρισμα ανήκει σε δημόσιο ίδρυμα για νέους με αναπηρίες μέχρι 25 χρονών και είναι σε συνοικία έξω από το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τις υπεύθυνες για το διαμέρισμα (την ψυχολόγο και την ειδική παιδαγωγό) ο νέος (Νίκος, μη πραγματικό όνομα) ήταν στα όρια μεταξύ ήπιας και μέτριας νοητικής ανεπάρκειας, η λεκτική του επικοινωνία ήταν κατανοητή και λειτουργική, με σημαντικές δεξιότητες ανεξάρτητης διαβίωσης μέσα στο διαμέρισμα, δίχως κοινωνικές επαφές και σχέσεις εκτός από αυτές με τους άλλους ενοίκους του διαμερίσματος. Στα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του χρειάζεται να προσθέσουμε δύο υπερβολικά έντονες εμμονές, η μία να παρακολουθεί και να αναπαράγει πολύ συχνά το δελτίο καιρού και η δεύτερη, η εμμονή στις καθημερινές κληρώσεις των λαχειοφόρων αγορών. Στο ξεκίνημα του προγράμματος αυτές οι εμμονές ήταν το κύριο περιεχόμενο της λεκτικής του επικοινωνίας με τον φοιτητή που ανέλαβε να τον υποστηρίξει αλλά και με όποιον άλλο ερχόταν σε επαφή. Μετά από συζήτηση και αξιολόγηση του Νίκου με την ψυχολόγο, την ειδική παιδαγωγό και τον φοιτητή, καταλήξαμε, με τη σύμφωνη γνώμη και του ίδιου του Νίκου, να οργανώσουμε την παρέμβαση στην ομάδα ενηλίκων για παραδοσιακούς χορούς στο τοπικό πολιτιστικό κέντρο του δήμου. Μια ακόμα σημαντική αδυναμία του Νίκου ήταν η αδεξιότητά του στις χορευτικές κινήσεις. Για το θέμα αυτό συμφωνήσαμε με τον δάσκαλο του χορού να παίρνει ο Νίκος μέρος σε χορούς με απλό σχετικά συνδυασμό κινήσεων, ώστε να μην μπερδεύει και εμποδίζει τους διπλανούς του στο χορό. Παράλληλα ο φοιτητής για λίγη ώρα πριν ξεκινήσουν για το πολιτιστικό κέντρο εξασκούσε στο διαμέρισμα τον Νίκο στα βήματα των χορών.
Η ομάδα των ενηλίκων αρχικά δέχτηκε με θετική διάθεση τον Νίκο στην παρέα της. Στα διαλείμματα των μαθημάτων οι άντρες της ομάδας σχημάτιζαν μια παρέα πίνοντας τον καφέ τους και μιλώντας για διάφορα καθημερινά θέματα της ζωής τους. Εκεί ο Νίκος παρέμβαινε μιλώντας για τα δύο θέματα που είχε εμμονή, το δελτίο καιρού και τα λαχεία. Αυτό κούραζε την παρέα και οι άντρες άρχισαν σιγά – σιγά να παίρνουν απόσταση από το Νίκο, να πίνουν ξεχωριστά από αυτόν τον καφέ τους. Το θέμα αυτό αποτέλεσε την πρώτη σημαντική παρέμβαση του φοιτητή. Σε πρώτη φάση επεδίωξε να αναγνωρίσει ο Νίκος τι και γιατί συνέβαινε και οι άλλοι τον απέφευγαν. Δεν το είχε καταλάβει από μόνος του και χρειάστηκαν αρκετές συζητήσεις για να το αναγνωρίσει. Μάλιστα, επειδή η ίδια συμπεριφορά με τις εμμονές αφορούσε και τη σχέση του με τον φοιτητή, ο τελευταίος έβαλε στη συζήτηση βιωματικά στοιχεία, την προσωπική του ενόχληση και κούραση λόγω αυτών των εμμονών. Σε δεύτερο βήμα, αφού ο Νίκος αναγνώρισε το πρόβλημα, κλήθηκε να απαντήσει στο ερώτημα αν θέλει να το αντιμετωπίσει και με ποιον τρόπο. Ο Νίκος έδειξε ισχυρό κίνητρο να μπει στην παρέα, να γίνει αποδεκτός και να τον θέλουν οι υπόλοιποι. Αυτό τον βοήθησε να αναγνωρίσει την ανάγκη να περιορίσει τις εμμονές του. Ο φοιτητής του υπέδειξε τρόπους που θα βελτίωναν τη συμπεριφορά του. Χρειαζόταν να ασχοληθεί και με τους άλλους και όχι μόνο με αυτά που ενδιέφεραν τον ίδιο. Του πρότεινε να τους ρωτά στη συζήτηση γι’ αυτούς, τη δουλειά τους, τα παιδιά τους, την οικογένειά τους. Για πρώτη φορά ο Νίκος βγήκε έξω από τον εαυτό του και είδε τους άλλους έξω από αυτόν. Αυτή η αλλαγή δεν ήταν εύκολη για τον Νίκο. Έγινε με «σκληρή» προπόνηση, με εξειδικευμένες οδηγίες. Η σταδιακή αλλαγή της στάσης των άλλων στην παρέα ήταν ίσως ο πιο ισχυρός ενισχυτικός παράγοντας για να εδραιωθεί αυτή η αλλαγή του Νίκου. Σταδιακά ο Νίκος διαμόρφωνε στην παρέα ένα προφίλ ισότιμου συνομιλητή, που χαιρόταν και διασκέδαζε με τα όσα διαμείβονταν εκεί. Σε συνδυασμό με τη βελτίωση της επίδοσής του στους χορούς, φάνηκε ο Νίκος να έχει ενταχθεί στην παρέα. Αυτό φάνηκε πιο καθαρά, κατά την κρίση του φοιτητή, στο κλείσιμο της περιόδου όπου όλη η ομάδα διασκέδασε σε τοπική ταβέρνα μαζί με τις οικογένειες του καθενός. Ο φοιτητής ήταν παρών αλλά σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε, έμεινε στην άκρη, άφησε τον Νίκο να λειτουργεί μόνος του, και παρατηρούσε από μακριά το τι γινόταν. Ο Νίκος γυρνούσε από τραπέζι σε τραπέζι, τσούγγριζε τα ποτήρια, μιλούσε με όλους και όλες, του αντιγύριζαν κουβέντες, χαμόγελα και αγκαλιές, όπως ακριβώς έκαναν και μεταξύ τους. Ο Νίκος είχε κάνει το πρώτο βήμα για να γίνει ένας από την παρέα της συνοικίας.
Το παράδειγμα, που περιληπτικά παρουσιάστηκε, δείχνει κατ’ αρχάς το εφικτό του στόχου της ένταξης σε κοινωνικές σχέσεις. Και περιγράφει επίσης έναν δρόμο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Η περίπτωση του νέου που περιέγραψα είναι αντιπροσωπευτική των δεκάδων περιπτώσεων παιδιών εφήβων και ενηλίκων που πήραν μέρος στο πρόγραμμα «ένταξη στη γειτονιά». Γι’ αυτό και μπορούμε να συνοψίσουμε κάποια βασικά συμπεράσματα έχοντας υπόψη μας την εικόνα αυτού του παραδείγματος.
Οι βασικοί στόχοι στο ξεκίνημα του προγράμματος
α) Η αναγνώριση των απαιτήσεων του κοινωνικού πλαισίου
Η αποδοχή σε έναν κοινωνικό χώρο απαιτεί κατ’ αρχάς την αναγνώριση και αποδοχή των βασικών ρητών ή άρρητων απαιτήσεων που έχει διαμορφώσει αυτός ο χώρος. Η αναγνώριση αυτή είναι το πρώτο σημαντικό βήμα για την έξοδο του ανθρώπου με νοητική ανεπάρκεια από την κατάσταση του εγωκεντρισμού. Ο εγωκεντρισμός είναι ένα από τα συνήθη χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς αυτών των ανθρώπων. Συνδέεται αφενός με τις χαμηλές ικανότητες επεξεργασίας των κοινωνικών δεδομένων που λειτουργούν έξω από αυτόν αλλά αφετέρου και με μια αποκτημένη συνήθεια λόγω της αγωγής και του τρόπου ζωής του. Συχνά η αντιμετώπιση από το άμεσο περιβάλλον χαρακτηρίζεται από ελαστικότητα απέναντι στις προσωπικές επιθυμίες (ακόμα και εμμονές) και υποβαθμίζει την αναγκαιότητα να βλέπει ο εκπαιδευόμενος τις επιθυμίες και ανάγκες των άλλων, τις απαιτήσεις του κοινωνικού περίγυρου. Στην περίπτωση του Νίκου η αναγνώριση των απαιτήσεων της παρέας που συνδέονταν με την ενόχλησή της από τις εμμονές του, δεν ήταν μια απλή και εύκολη διαδικασία. Και απαιτούσε τη οργανωμένη και συστηματική υποστήριξη από τον εθελοντή φοιτητή. Αυτό που επίσης φάνηκε να διευκολύνει την αναγνώριση των απαιτήσεων των άλλων ήταν η διατύπωση από την πλευρά του φοιτητή αυτών των απαιτήσεων με απλό, πρακτικό και συγκεκριμένο τρόπο.
β) Η ευθύνη του εαυτού απέναντι στους άλλους, στις απαιτήσεις του κοινωνικού πλαισίου, και στον ίδιο του τον εαυτό
Η αναγνώριση των απαιτήσεων του περιβάλλοντος οδηγεί σ’ ένα κρίσιμο ερώτημα. Θα δεχθεί ο εκπαιδευόμενος να ανταποκριθεί σ’ αυτές ή θα αρνηθεί; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα ισοδυναμεί με την ανάληψη της ευθύνης από τον ίδιο. Η αποδοχή ή η άρνηση θα έχει συνέπειες, τις οποίες τις επεξεργάστηκε ο ίδιος με τη βοήθεια του φοιτητή. Η αποδοχή των απαιτήσεων άνοιγε το δρόμο για την ένταξή του στην παρέα, η άρνηση έκλεινε αυτό τον δρόμο. Είναι σημαντικό ο άνθρωπος με νοητική ανεπάρκεια να πάρει αυτός την ευθύνη της απάντησης, εν γνώσει των συνεπειών της. Στην περίπτωση του Νίκου, όπως και πολλών άλλων που πήραν μέρος στο πρόγραμμα, αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένιωσαν να παίρνουν την ευθύνη του εαυτού τους για τη σχέση τους σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο με μη ανάπηρους.
γ) το κίνητρο: η ισότιμη κοινωνική σχέση και ζωή με μη ανάπηρους, το βίωμα της αυτονομίας και της ελευθερίας της βούλησης
Η επιλογή του Νίκου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της παρέας για να γίνει αποδεκτός, τον έφερε σε σύγκρουση με προηγούμενες συνήθειες και κυρίως με τις εμμονές του. Η σύγκρουση αυτή δεν ήταν απλή και εύκολη για τον Νίκο. Ισχυρό αντίβαρο απέναντι στις εμμονές και στον εγωκεντρισμό του ήταν το κίνητρό του να μπει και να κάνει παρέα με τους άνδρες της ομάδας. Ήταν η πρώτη φορά που ζούσε κάτι τέτοιο και φαίνεται ότι ήταν μια πολύ ισχυρή επιθυμία. Αυτό το κίνητρο εντοπίστηκε σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις στο πρόγραμμα. Ήταν σαν να άνοιγε ένα παράθυρο με καθαρό αέρα, οξυγόνο και φως. Αυτό το παράθυρο ήταν η συνεύρεσή τους με μη ανάπηρους σε φιλική παρέα δίχως κηδεμόνες, με δική τους επιλογή, σε κλίμα αμοιβαίας αποδοχής και όχι οίκτου και καταναγκαστικής περιθωριοποιημένης παρουσίας.
δ) Απόκτηση ή βελτίωση των αναγκαίων δεξιοτήτων για την ανταπόκριση στις απαιτήσεις
Η αναγνώριση των απαιτήσεων του κοινωνικού πλαισίου, η επιθυμία, η βούληση, το κίνητρο και τελικά η ευθύνη να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ήταν οι βασικές προϋποθέσεις για να έχει επιτυχή έκβαση η απόπειρα κοινωνικής ένταξης. Όμως δεν αρκούν αυτά. Απαιτούνται και οι ανάλογες δεξιότητες για την επιτυχή κατάληξη αυτής της προσπάθειας. Και αυτές χρειάστηκε να αναπτύξει ο Νίκος: να βλέπει τους άλλους και τις διαθέσεις τους και όχι μόνο τις δικές του επιθυμίες, να περιορίσει αποτελεσματικά τις εμμονές του, να μπορεί να παρακολουθεί τη συζήτηση των άλλων στην παρέα, να παρεμβαίνει στη συζήτηση με ένα συμβατό προς αυτήν τρόπο. Αυτές τις δεξιότητες δεν είχε μέχρι τότε την ευκαιρία να τις αναπτύξει παρά σε πολύ μικρό βαθμό και με περιορισμένο ρεπερτόριο μέσα στον κύκλο των άλλων ενοίκων του διαμερίσματος. Όπως στην περίπτωση του Νίκου, έτσι και σ’ όλες τις περιπτώσεις του προγράμματος, χρειάστηκε να γίνει συστηματική εξάσκηση στις κάθε φορά απαιτούμενες δεξιότητες.
Δύο τελικές σημαντικές επισημάνσεις
Περιγράφοντας τους βασικούς στόχους της παρέμβασης, περιγράψαμε ταυτόχρονα και το περιεχόμενο της δουλειάς που ανέλαβε ο εκπαιδευτής φοιτητής. Αυτό το περιεχόμενο, όπως εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει, δεν εντάσσεται σε κάποια συγκεκριμένη ειδικότητα και μπορεί να υπηρετηθεί από οποιονδήποτε εργαζόμενο ή ακόμα και εθελοντή (όπως στην περίπτωσή μας) με την κατάλληλη εννοείται εποπτεία. Προεκτείνοντας αυτή την παρατήρηση, μπορεί κανείς να διαπιστώσει, ότι οι βασικοί στόχοι του προγράμματος για την κοινωνική ένταξη, για την ένταξη σε σχέσεις με μη ανάπηρους συνομηλίκους ή συντοπίτες προκύπτουν από μια συνολική αξιολόγηση των κοινωνικών και λειτουργικών αναγκών του εκπαιδευόμενου. Σε άλλες περιπτώσεις, χρειάστηκε να τεθούν στόχοι που είχαν άμεση σχέση με λειτουργικές πρακτικές δεξιότητες, απαραίτητες για τις απαιτούμενες στην περίπτωση κοινωνικές δεξιότητες. Χρειάζεται επομένως να τονίσουμε ότι για τη διαμόρφωση των κοινωνικών στόχων απαιτείται η συνεργασία όλων των ειδικοτήτων που εργάζονται με τον εκπαιδευόμενο. Η διεπιστημονική δηλαδή συνεργασία για την διαμόρφωση του στόχου ή των στόχων της συνολικής εκπαίδευσης του συγκεκριμένου ανθρώπου. Με βάση αυτούς τους στόχους καλείται στη συνέχεια η κάθε ειδικότητα να εξειδικεύσει στο πλαίσιο της δικής της επιστήμης την παρέμβασή της.
Το κείμενο αυτής της εισήγησης επιδιώκει να απαντήσει στο δίλημμα που θέτει ο τίτλος της. Και απαντώντας επιχειρηματολογεί γιατί κεντρικό σημείο της δουλειάς μας οφείλει να είναι ο άνθρωπος με νοητική ανεπάρκεια και πρώτιστη ανάγκη, η ζωή μέσα στην κοινωνία και η δημιουργία σχέσεων με μη ανάπηρους. Στην εποχή μας επικρατεί μια άλλη αντίληψη που προτάσσει τις αναγκαίες αλλαγές που χρειάζεται να γίνουν στο περιβάλλον αυτού του ανθρώπου για να επιτευχθεί η κοινωνική του ένταξη. Πρέπει όμως να αναρωτηθούμε γιατί δεν παρατηρείται ουσιαστική αλλαγή στην κοινωνική πραγματικότητα των ανθρώπων με νοητική ανεπάρκεια παρόλη τη σημαντική αύξηση των ειδικών δομών και εργαζομένων, των προγραμμάτων εκπαίδευσης, ένταξης ή -όπως αποκαλούνται σήμερα- συμπερίληψης. Πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί, ενώ μπορεί να έχουμε θετικά αποτελέσματα σε επιμέρους τομείς όπου εστιάζεται η θεραπεία ή η εκπαίδευση που υλοποιούμε, αυτά τα αποτελέσματα δεν έχουν αποτύπωμα στην κοινωνική ζωή και υπόσταση αυτού του ανθρώπου. Πρέπει να αναρωτηθούμε, αν οι στόχοι που θέτουμε στη δουλειά μας ξεκινούν από τον γενικό στόχο της ζωής μέσα στην κοινωνία ή περιορίζονται στον ορίζοντα της κάθε μιας ειδικότητας. Μήπως αυτοί οι στόχοι δεν βλέπουν σφαιρικά τον άνθρωπο ως όλον;
Οι προτεινόμενες αλλαγές, μέσα από την κυρίαρχη προσέγγιση στην οποία αναφέρθηκα, αν και χρήσιμες τελικά είναι μάλλον ανεπαρκείς, γιατί από το κάδρο απουσιάζει το πιο σημαντικό: ο ίδιος ο άνθρωπος με νοητική ανεπάρκεια, ως πρόσωπο που βούλεται, παίρνει την ευθύνη των επιλογών του και δοκιμάζει την επάρκειά του στις κοινωνικές δεξιότητες για την επιδίωξη της μέγιστης εφικτής ένταξης στην κοινωνική ζωή και στις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτή η απουσία αναδεικνύει το δεύτερο σκέλος του τίτλου, τον κίνδυνο της ανακύκλωσης της εξάρτησης και της κοινωνικής περιθωριοποίησης.
Εισήγηση στην ημερίδα «Εργοθεραπεία εν δράσει» του Πανελληνίου Συλλόγου Εργοθεραπευτών στις 19 Οκτωβρίου 2025 στη Ρόδο.
Δείτε σχετικά – Προγράμματα εκπαίδευσης των ατόμων με νοητική ανεπάρκεια: πού οδηγούμε αυτούς τους ανθρώπους;
Δες όλες τις ειδήσεις και τα νέα τη στιγμή που συμβαίνουν
Διάβασε όλες τις σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις στο eDNews
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησέ μας στο X , στο Viber, στο Google News και στο Instagram
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Μοιράσου το άρθρο μας
| Αν η εικόνα υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα παρακαλούμε να μας ενημερώσετε για να την αντικαταστήσουμε. – If the images are subjected to copyright contact us in order to replace them. |






























