Μετά την PISA 2022, τι;

 PISA 2022: Πρέπει να γίνουν άμεσα συγκεκριμένες αλλαγές σε εννέα σημεία για να βελτιωθούν οι επιδόσεις -και οι γνώσεις- των Ελλήνων μαθητών. Αλλά το κυριότερο: πρέπει να δοθεί από την πολιτική ηγεσία (κυβέρνηση και αντιπολίτευση), στους εκπαιδευτικούς και στους γονείς το μήνυμα ότι το μπάχαλο και ο χαβαλές στα σχολεία τελειώνουν εδώ και τώρα.

Γράφει ο Νίκος Σαλτερής

Η πρόσφατη δημοσίευση των αποτελεσμάτων του διεθνούς διαγωνισμού PISA (2022) χαρακτηρίστηκε έμμεσα ή άμεσα από πολλούς ως εθνική τραγωδία. Ο χαρακτηρισμός δεν είναι υπερβολικός. Μια απλή προβολή των επιπτώσεων των χαμηλών επιδόσεων των μαθητών μας στην ποιότητα του μελλοντικού εργατικού δυναμικού της χώρας δεν μπορεί παρά να μας ανησυχήσει βαθύτατα.

Ευτυχώς εφέτος ο θόρυβος που προκλήθηκε ήταν μεγαλύτερος από προηγούμενες φορές. Η σύγκρισή τους με τα αποτελέσματα του 2018 πιστοποιεί τη δραματική πτώση των επιδόσεών των μαθητών μας. Μια επιπλέον σύγκριση αυτών με τα αποτελέσματα του διαγωνισμού από το 2000 ως και σήμερα δείχνει αδιάψευστα διαρκή πτωτική πορεία των ήδη φτωχών στην αφετηρία τους επιδόσεων των Ελληνόπουλων και στα τρία γνωστικά αντικείμενα που εξετάζει η PISA: γλώσσα/κατανόηση κειμένου, μαθηματικά και φυσικές επιστήμες.

Μάλιστα, η απόκλιση προς τα κάτω των επιδόσεων των μαθητών μας, ως προς τους μέσους όρους των χωρών που λαμβάνουν μέρος στο διαγωνισμό, παραμένει σταθερή στην κατανόηση κειμένου (20 και πλέον μονάδες) και τα μαθηματικά (40 μονάδες) ενώ στις φυσικές επιστήμες αυξήθηκε κατά 10 μονάδες φτάνοντας τις 40 μονάδες διαφορά. Έτσι, είναι κατανοητό γιατί βρισκόμαστε σταθερά στο «νέφος» των χωρών ουραγών του διαγωνισμού.

Με άλλα λόγια πρόκειται για διαχρονική εθνική τραγωδία και όχι συγκυριακό φαινόμενο, που οφείλεται στον τρόπο που αντιμετωπίσαμε ως χώρα την πανδημία και το κλείσιμο των σχολείων, αναδεικνυόμενοι σε πρωταθλητές στην απώλεια διδακτικών ημερών. Επιπροσθέτως, σε σχέση με άλλες χώρες δεν λάβαμε κανένα μέτρο αναπλήρωσης των γνωστικών κενών που δημιουργήθηκαν στους μαθητές μας. Οπότε δεν θα αποτελέσει έκπληξη αν η διαφορά που μας χωρίζει από τις άλλες χώρες και η γενικότερη υστέρησή μας αυξηθεί στο μέλλον.

Τέλος, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πιο πρόσφατου διαγωνισμού (2022) φαίνεται ότι οι πλέον ευνοημένοι κοινωνικοοικονομικά μαθητές μας δεν σημειώνουν καλές επιδόσεις όπως θα αναμενόταν. Μόνο το 2% των Ελληνόπουλων κατατάσσεται στα επίπεδα 5 και 6 των μαθηματικών, έχουμε σοβαρότατο πρόβλημα με την επίδοση των αγοριών μας στην κατανόηση κειμένου, ένα στα τρία αγόρια δηλώνει ότι έχει υποστεί bullying αρκετές φορές το μήνα στον σχολικό χώρο, τρεις στους τέσσερις μαθητές αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να κάνουν φίλους στο σχολείο και το ποσοστό όσων αισθάνονται δυσαρέσκεια από τη ζωή, από 15% το 2018 έφτασε στο 19% το 2022. Ας μην απορούμε λοιπόν και για όσα ακούμε συχνά για την εξάπλωση της βίας στα σχολεία μας, αφού φαίνεται ότι οι χαμηλές μαθητικές αποδόσεις την ευνοούν.

Τι δεν κάνουμε και τι κάνουμε μέχρι σήμερα

Οι παραπάνω διαπιστώσεις λογικά θα συγκλόνιζαν οποιαδήποτε χώρα διαθέτει στοιχειώδη αυτοσεβασμό και επιθυμεί ένα καλύτερο μέλλον για τους πολίτες της. Κάτι ανάλογο συνέβη στη Γερμανία του 2000 μετά την πρώτη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της PISΑ. Εμείς όμως είμαστε υπεράνω… Τα  αποτελέσματά του διαγωνισμού ουδέποτε  απασχόλησαν σοβαρά την πολιτική ηγεσία της χώρας και του υπουργείου Παιδείας, τις οργανώσεις εκπαιδευτικών και πολύ περισσότερο τα «μαγαζιά» της θεσμικής εκπροσώπησης των γονέων. Καλά, αυτοί είναι και σφόδρα κατά της «καταπιεστικής αξιολόγησης» των εκπαιδευτικών…

Αντίθετα. Η εκάστοτε ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της PISA συνάντησε την αδιαφορία των πολιτικών ηγεσιών που, παρά τις γνωστές ρητορικές, συνήθως περί άλλων τυρβάζουν,  μέχρι χτες τουλάχιστον, σχεδιάζοντας μεταρρυθμίσεις στα χαρτιά και του γούστου των εκάστοτε υπουργών –  κομμάτων εξουσίας, αγνοώντας συστηματικά τους χειροπιαστούς αριθμούς. Μεταρρυθμίσεις που, απ’ ότι αποδεικνύεται, χειροτερεύουν τον γνωστικό  εξοπλισμό των μαθητών μας. Και όχι μόνο αγνόησαν συστηματικά τα αποτελέσματα της PISA, αλλά ομοίως και τις συστάσεις της Έκθεσης Πισσαρίδη για την Εκπαίδευση, καθώς και τα τραγικά επίσης αποτελέσματα της «ελληνικής PISA» που θεώρησαν αναγκαία και διοργάνωσαν. Ας σημειώσουμε ενδεικτικά ότι η αντίληψη περί «αριστείας» ενός μόνο μέρους του μαθητικού πληθυσμού (Προτύπων – Πειραματικών σχολείων) είναι επιστημονικά αφελής και συσκοτίζει το σοβαρό πρόβλημα των μαθησιακών αποτελεσμάτων που αντιμετωπίζει η χώρα.

Εξηγούμαι. Όσο και να βελτιώσουμε την απόδοση μιας χούφτας αρίστων του 17-20, αν δεν «ξεκολλήσουμε από το πάτωμα» τις επιδόσεις της πλειονότητας των μαθητών οι μέσοι όροι μας ως χώρα θα παραμένουν σταθεροί. Πώς να συμβεί όμως κάτι τέτοιο όταν όχι μόνο δεν μας απασχολεί το πρόβλημα των χαμηλών επιδόσεων, αλλά το κρύβουμε επιμελώς «κάτω από το χαλάκι» συνωμοτώντας σιωπηλά; Αν ρίξει κανείς μια ματιά στις εκατοντάδες χιλιάδες αριστείων που τυπώνει το τπουργείο Παιδείας κάθε χρόνο, επιβραβεύοντας «αριστούχους», θα μείνει άναυδος. Όταν όλοι γνωρίζουμε πως πρόκειται για fake αριστεία, όπως πιστοποιεί και η PISA άλλωστε; Αποτελεί κοινό «μυστικό» πως μέχρι και επίσημες συνεδριάσεις συλλόγων διδασκόντων έγιναν, μετά από πιέσεις συλλόγων γονέων, με θέμα την βαθμολόγηση των περισσότερων μαθητών με ένα «δημοκρατικό 17». Έτσι ώστε όλοι να μένουν ευχαριστημένοι και να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους…

Είναι γνωστό επίσης ότι οι εκάστοτε ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων της PISA αλλά ακόμα και η διεξαγωγή του διαγωνισμού συνάντησαν τη συστηματική εχθρότητα, δυσφήμιση, υπονόμευση και «καταγγελία» των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών και κυρίως της ΟΛΜΕ, ως άμεσα εμπλεκόμενης. Υπό την καθοδήγηση των ιδεολογικών της μεντόρων, βέβαια, ενός εσμού αριστεριστών που στα «επιχειρήματά» τους τόσο κατά της PISA, όσο και κατά της αξιολόγησης διαβλέπουν «δάκτυλο» του διεθνούς ιμπεριαλισμού-νεοφιλελευθερισμού, που με εργαλείο τα «πλασματικά» της αποτελέσματα αποσκοπεί στο να επιβάλει τον «ανταγωνισμό» μεταξύ των σχολείων και να καθυποτάξει το αδούλωτο πνεύμα των ελλήνων εκπαιδευτικών (κακοπληρωμένων, αλλά αυτό δεν τους απασχολεί), μετατρέποντάς τους σε μίσθαρνα όργανα του ΟΟΣΑ.

Η περίπτωσή τους θα ήταν πραγματικά γραφική, αν η συνδικαλιστική γραφειοκρατία των εκπαιδευτικών, ανεξάρτητα κομματικής αναφοράς, δεν οικειοποιούνταν τη ρητορική και τις πρακτικές του, διαβλέποντας σε αυτά το εργαλείο διάσωσης των μικροσυμφερόντων της. Εξ ου και η δυσφήμιση της αξιοπιστίας του διαγωνισμού στις συνειδήσεις των καθηγητών και η συνεπαγόμενη «νοοτροπία χαβαλέ» στην αντιμετώπισή του. Ενίοτε και η φυσική παρεμπόδιση της διεξαγωγής του. Καταστάσεις που επιδρούν αρνητικά στις επιδόσεις των μαθητών σε αυτόν.

Συμπερασματικά, ενώ κάθε στοιχειωδώς λογικός άνθρωπος θα περίμενε ως χώρα και φορείς τα αποτελέσματα του διαγωνισμού να μας έχουν σοκάρει και αφυπνίσει, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Καθεύδουμε ευχαριστημένοι από τη μιζέρια μας και την ιδιοπροσωπία μας.

Αιτιολογία χαμηλών επιδόσεων και προτάσεις ανάκαμψης

Αναζητώντας τα αίτια της διαρκούς πτώσης των επιδόσεων, πολλοί την συνδέουν με την τεράστια οικονομική κρίση που ξέσπασε στη χώρα το 2009-2010. Εξάλλου, οι επιδόσεις των μαθητών μας βρίσκονται κοντά σε αυτές μαθητών χωρών με παρόμοιο πληθυσμό και ΑΕΠ με το δικό μας, υποστηρίζουν. Λησμονούν, όμως, ότι η πτωτική τάση παρατηρήθηκε πολύ πριν: κατά την περίοδο 2000-2006. Επίσης, η πανδημία, ως ερμηνεία της πτώσης των επιδόσεων είναι αυτονόητη —γενικότερα οι επιδόσεις όλων των χωρών έπεσαν το 2022 σε σχέση με αυτές του 2018. Όμως το γεγονός ότι η απόσταση των μέσων όρων της επίδοσης των μαθητών μας από τους συνολικούς μέσους όρους του διαγωνισμού παραμένει σταθερή, όταν δεν αυξάνεται, ειδοποιεί για τον  ανθεκτικό χαρακτήρα των σταθερά χαμηλών επιδόσεων των μαθητών μας και δείχνει πως ο οικονομικός «ανταγωγισμός» μπορεί να φωτίζει το γενικό πλαίσιο, αλλά δεν αποτελεί ερμηνεία.

Οπότε αυτονόητα οδηγούμαστε στη διερεύνηση των εκπαιδευτικών παραγόντων που επιδρούν στις επιδόσεις των μαθητών μας, με μια αναγκαία διευκρίνιση. Ο διαγωνισμός της PISA διερευνά κυρίως την πρακτική χρήση των γνώσεων που έχουν αποκτήσει οι μαθητές στο σχολείο. Την οικονομία (ΟΟΣΑ) αφορά πώς και αν ο αυριανός εργαζόμενος είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει στην καθημερινή επαγγελματική και κοινωνική ζωή τις γνώσεις και τις δεξιότητες που απέκτησε στο σχολείο. Όχι το ακαδημαϊκό τους επίπεδο.

Οπότε τα ερώτημα που οφείλουμε να απαντήσουμε ώστε να μας υποδείξουν ανάλογες εκπαιδευτικές πολιτικές βελτίωσης των σχετικών επιδόσεων των μαθητών μας είναι ενδεικτικά και μόνο τα εξής:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου στο Protagon.

Όλες οι Ειδήσεις και τα Τελευταία Νέα για την Εκπαίδευση στο edweek.gr

Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησέ μας στο Instagram
Ακολούθησέ μας στο Twitter
Μπες στην ομάδα μας στο Viber
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube

Μοιράσου το άρθρο μας

             

Αν η εικόνα υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα παρακαλούμε να μας ενημερώσετε για να την αντικαταστήσουμε.  – If the images are subjected to copyright contact us in order to replase them.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.