Βόμβα: Χιλιάδες Αναπληρωτές εκπαιδευτικοί διεκδικούν μονιμότητα στο δημόσιο με απόφαση ΔΕΕ

Σημαντικές εξελίξεις στη διεκδίκηση μονιμότητας των συμβασιούχων του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, οι οποίοι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2021 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) που εκδόθηκε κατόπιν υποβολής τριών προδικαστικών ερωτημάτων που απέστειλε στο ΔΕΕ το Μονομελές Πρωτοδικείου Λασιθίου.

Η εν λόγω απόφαση αφορά και τους αναπληρωτές συμβασιούχους του Υπουργείου Παιδείας (εκπαιδευτικούς, ΕΕΠ/ΕΒΠ) που απασχολούνται επί σειρά ετών με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου.

Εξειδικεύοντας, αναφέρουμε πώς η απόφαση του ΔΕΕ αφορά και αναπληρωτές εκπαιδευτικούς συμβασιούχους με ενεργείς συμβάσεις εργασίας κατά το τρέχον σχολικό έτος και οι οποίοι απασχολούνται τουλάχιστον τέσσερα διαδοχικά σχολικά έτη (συμπεριλαμβανομένου του τρέχοντος), δηλαδή τουλάχιστον από το σχολικό έτος 2017-2018, ανεξαρτήτως διεύθυνσης εκπαίδευσης, με εκάστη σύμβαση να μην απέχει από την προηγούμενη περισσότερο από τρεις μήνες.

Η Ορολογία
Στο σημείο αυτό σημαντικό είναι να εξηγήσουμε τη διαφορά των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από τις «διαδοχικές».

Ως διαδοχική σύμβαση νοείται η σύμβαση που καταρτίζεται και εκτελείται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα διακοπής μικρότερο των τριών μηνών.

Ενώ οι «διαδοχικές» είναι οι συνεχόμενες συμβάσεις κάθε έτους μεν, αλλά με τη διαφορά ότι αυτές είναι πέραν των τριών μηνών.

Η διαφορά αυτή στον χαρακτηρισμό αποδεικνύει ότι πραγματικά οι συμβασιούχοι που  υπογράφουν – τις διαδοχικές – καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.

Το ιστορικό

1) Άρθρο 8 §3 του Ν. 2112/1920

Το άρθρο 8 §3 του Ν. 2112/1920 ορίζει ότι μια σύμβαση ορισμένου χρόνου είναι άκυρη αν ο καθορισμός της ορισμένης διάρκειας δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας.

2) Άρθρο 103 παράγραφος 8 Συντάγματος

Η παράγραφος 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία προστέθηκε με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και στο εδάφιο γ΄ αυτής προβλέφθηκε ότι: «Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο [δηλαδή των συμβασιούχων του Δημοσίου Τομέα] ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου», δηλαδή απαγορεύει ρητά τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου του προσωπικού του δημόσιου τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.

3) Το π.δ. 164/2004

Το π.δ. 164/2004 βρίσκεται σε ισχύ και ρυθμίζει τις σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, οι διατάξεις του οποίου κρίθηκαν συνταγματικές και σύμφωνες με το κοινοτικό δίκαιο με τις αποφάσεις 1253-1259/2006 του ΣτΕ.
Με το ανωτέρω Προεδρικό Διάταγμα προσαρμόζεται η ελληνική νομοθεσία, όσον αφορά στο προσωπικό µε σύβαση ορισμένου χρόνου του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, στις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999. Με την οδηγία αυτή επιδιώκεται αφενός η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου µε την εφαρμογή της αρχής της µη διάκρισης σε σχέση µε την εργασία αορίστου χρόνου και αφετέρου, η καθιέρωση ενός πλαισίου κανόνων για ν΄ αποτραπεί τυχόν κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αντί αορίστου χρόνου.

Προσέξτε τώρα:

Τα ελληνικά δικαστήρια εφάρμοζαν διαχρονικά το Άρθρο 8 §3 του Ν. 2112/1920 μέχρι τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και την προσθήκη της διάταξης του άρθρου 103 § 8 του Συντάγματος που αναφέρουμε παραπάνω. Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση η ελληνική νομολογία μεταστράφηκε και έκρινε πλέον ότι οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στο Δημόσιο με διαδοχικές συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου μετά το 2001, ακόμη και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη τους, δεν μπορούν να διεκδικήσουν ούτε τη μετατροπή αλλά ούτε και την αναγνώριση των συμβάσεών τους ως αορίστου χρόνου, λόγω πρόσκρουσης στον υπέρτερης τυπικής ισχύος προρρηθέντα συνταγματικό κανόνα.

4) Φεβρουάριος 2021 – Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)

Η πλέον κρίσιμη διαπίστωση της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Φεβρουαρίου 2021 συνίσταται στην ακόλουθη κρίση: «Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν οι διατάξεις προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας εθνικής ρύθμισης που επιτρέπει τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοστούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας, μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή όσον αφορά τον δημόσιο τομέα».

Δηλαδή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) χωρίς να αναμειγνύεται και να έχει άποψη επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του Ελληνικού εθνικού δικαστηρίου προτρέπει τον Έλληνα δικαστή να λάβει υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου ΕΕ η οποία προκρίνει τη σύμφωνη με τις διατάξεις της ευρωπαϊκής Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999 ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου αφήνοντας περιθώριο εφαρμογής προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας εθνικής ρύθμισης που επιτρέπει τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή όσον αφορά τον δημόσιο τομέα.

Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
[Το παράδειγμα δεν αμφισβητείται διότι οι αναφερόμενες συμβάσεις του αναπληρωτή είναι στη διάθεση του edweek.gr ]

Αναπληρωτής εκπαιδευτικός εργάζεται με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου από την σχολική χρονιά 2012-2013. Δηλαδή εργάζεται περισσότερο από τους 24 μήνες και έχει συνάψει περισσότερες από τρεις διαδοχικές συμβάσεις που επιτρέπει το π.δ.164/2004.

Προσοχή: Ακόμη και να δικαιολογείται η σύναψη περισσοτέρων των τριών συμβάσεων ορισμένου χρόνου από το άρθρο 6, αυτή, είναι αντίθετη με τους σκοπούς του άρθρου 1, που ορίζει αφενός την αρχή της μη διάκρισης σε σχέση με τις αορίστου χρόνου και αφετέρου την καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από την χρησιμοποίηση συμβάσεων ορισμένου χρόνου.

Για την αποτροπή της κατάχρησης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και για την εφαρμογή των διατάξεων του π.δ.164/2004, το ΥΠ. Εσωτερικών εξέδωσε την με αρ. πρ. ΔΙΠΙΔΔ/Β18/238/οίκ.16084 εγκύκλιο της 20/7/2004 με αποδέκτες όλα τα υπουργεία και φορείς, όπου μεταξύ άλλων παρέχονται σαφείς οδηγίες:

Συγκεκριμένα, περιορίζεται ο συνολικός χρόνος διάρκειας των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, στους είκοσι τέσσερις (24) μήνες, ανεξάρτητα αν πρόκειται για «διαδοχικές» ή μη συμβάσεις, εφόσον καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας.
Οι υπηρεσίες και οι φορείς του δημόσιου τομέα θα πρέπει, επομένως, στο μέλλον, προκειμένου να καλύψουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας ή του φορέα, να φροντίσουν για τη σύσταση και την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων μονίμου προσωπικού ή την πρόσληψη προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.

Αυτήν τη σύσταση και πλήρωση οργανικών θέσεων δε φρόντισε το Υπ. Παιδείας να καλύψει συνεχίζοντας την τακτική των καταχρηστικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Προς απόδειξη των ισχυρισμών, ότι δηλαδή ο αναπληρωτής εκπαιδευτικός καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας και όχι έκτακτες ή απρόβλεπτες, είναι επιπλέον το εξής γεγονός: από τις 9 (εννέα) συνεχόμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου πλήρους ωραρίου συνολικής διάρκειας 70 (εβδομήντα) μηνών περίπου(!) οι τέσσερεις τελευταίες, είναι, η σύμβαση του σχολικού έτους 2017-2018 με διάρκεια από 1/11/2017 έως 21/6/2018, η επόμενη του σχολικού έτους 2018-2019 με διάρκεια από 5/9/2018 έως 21/06/2019, η προτελευταία του σχολικού έτους 2019-2020 με διάρκεια από 6/9/2019 έως 21/6/2020 και, η τελευταία του σχολικού έτους 2020-2021 με διάρκεια από 01/09/2020 έως 21/06/2021.

Όπως θα παρατηρήσετε αυτές οι συμβάσεις απέχουν μεταξύ τους λιγότερο από τρεις μήνες και αυτό ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ρητά από το π.δ.164/2004 το οποίο τις χαρακτηρίζει άκυρες… υπό την έννοια ότι έχει υποχρέωση ο φορέας να προβεί στην σύσταση οργανικών θέσεων αφού για λόγους δημοσίου συμφέροντος ανοίγουν οι σχολικές μονάδες και αυτές, είναι γνωστό σε όλους , ότι, δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς την πρόσληψη των εκπαιδευτικών, και συνεπώς αυτές οι ανάγκες ΔΕΝ χαρακτηρίζονται απρόβλεπτες ή έκτακτες.

Περεταίρω οι ειδικοί λόγοι που θα δικαιολογούσαν ενδεχομένως την σύναψη των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, πρέπει να αναφέρονται ρητώς στην σύμβαση όπως ορίζει η παρ.3 του αρ.5 του π.δ. 164/2004. Στις προαναφερόμενες συμβάσεις αυτοί οι λόγοι δεν αναφέρονται.

Εν κατακλείδι, η εν λόγω απόφαση του ΔΕΕ για την υπόθεση C 760/18 προσθέτει ένα σημαντικό όπλο στο νομικό οπλοστάσιο των αναπληρωτών εκπαιδευτικών που απασχολούνται επί σειρά ετών με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου, ώστε να διεκδικήσουν υπό καλύτερες προϋποθέσεις την αναγνώριση της σύμβασής τους ως αορίστου χρόνου και να επιτύχουν με τον τρόπο αυτόν τη μονιμοποίησή τους.

Να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν είμαστε νομικοί, ούτε έχουμε πρόθεση να δώσουμε νομικές συμβουλές. Πραγματοποιήσαμε ρεπορτάζ από τα στοιχεία των συμβάσεων που περιήλθαν σε γνώση μας, αντλώντας επιμέρους στοιχεία από διάφορους φορείς αλλά και από συνδικαλιστές.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις ενέργειες που θα πρέπει να γίνουν από τους ενδιαφερόμενους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς, καλό θα είναι να υπάρξει μέριμνα νομικής συμβουλής.

Ρεπορτάζ edweek.gr

Διαβάστε τις Εκπαιδευτικές Ειδήσεις, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του edweek.gr

   Μπες στην ομάδα μας στο Viber!

Μοιράσου το άρθρο:

             

Αν η εικόνα υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα παρακαλούμε να μας ενημερώσετε για να την αντικαταστήσουμε.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.